δερμονίζω

δερμονίζω
δερμόνισα, κοσκινίζω με δερμόνι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αδερμόνιστος — η, ο [δερμονίζω] αυτός που δεν δερμονίστηκε, που δεν κοσκινίστηκε με δερμόνι (αραιό κόσκινο) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”